Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Υπάρχει δημοκρατικό έλλειμμα στην ΕΕ;


Στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και σε ημερίδα με θέμα "Δημοκρατία και ισότητα στην ΕΕ" εισηγήθηκα το θέμα: "Υπάρχει δημοκρατικό έλλειμμα στην ΕΕ;" Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε την εισήγηση. 


"Κυρίες και κύριοι

Η δική μου εισήγηση καλείται να απαντήσει σε ένα δυσχερέστατο ερώτημα που ταλάνισε και συνεχίζει να ταλανίζει τόσο τη συνταγματική θεωρία σε εθνικό επίπεδο όσο και τη θεωρία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Η απάντηση όμως στο συγκεκριμένο ερωτήμα προϋποθέτει την απάντηση σε μια σειρά άλλη επιμέρους ερωτημάτων όπως για παράδειγμα: Τι ορίζουμε ως δημοκρατία; Η έννοια της δημοκρατίας είναι έννοια κρατικογενής και μόνο στο κρατικό μόρφωμα μπορεί να μετρηθεί η ποιότητά της και γενικά η λειτουργία της. Εδώ όμως καλούμαστε να μετρήσουμε τη λειτουργία της δημοκρατίας όχι στο κράτος, αλλά σε ένα άλλο μόρφωμα που ακούει στο όνομα Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι κράτος η Ευρωπαϊκή Ένωση; Αν δεν είναι και προφανώς δεν είναι, πρέπει λογικά να απαντήσουμε στο ερώτημα τι είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση για να μπορέσουμε να κρίνουμε αν είναι δυνατόν να λειτουργήσει η δημοκρατία σε ένα τέτοιου είδους μόρφωμα.

Αν τελικά καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η λειτουργία της δημοκρατίας είναι δυνατή και στο συγκεκριμένο μόρφωμα που ακούει στο όνομα Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε πρέπει να προεπιλέξουμε και το μέτρο σύγκρισης. Θέλω να πω με αυτό, με ποιο μόρφωμα θα πρέπει να συγκρίνω τη λειτουργία της δημοκρατίας για να διαπιστώσω αν αναδεικνύει έλλειμμα η ενδεχομένως πλεόνασμα δημοκρατίας. Θα επιχειρήσω τη σύγκριση με μέτρο τις αναλογίες προς ένα συγκεκριμένο κράτος; Ή μήπως προς ένα διεθνή οργανισμό με όλες τις ιδιομορφίες που αναδεικνύει η Ένωση; Η μήπως θα πρέπει να ανασύρω ως μέτρο σύγκρισης μια ιδανική  δημοκρατική πολιτεία; Έτσι όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος το προεπιλεγέν κριτήριο να αδικεί την Ένωση αν συγκρίνω ανόμοια.

Κυρίες και κύριοι

Αντιλαμβάνεστε ότι αν επιχειρήσω μια διεξοδική αναφορά στα παραπάνω ερωτήματα θα μας πάρει εδώ το απόγευμα, πέραν του ότι διατρέχω τον κίνδυνο να προκαλέσω την αβάσταχτη αδιαφορίας σας. Δεν θα το επιχειρήσω. Θα επικεντρωθώ στα γενικώς παραδεδεγμένα και σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα προλάβετε να με βαρεθείτε…. Για να το πετύχω αυτό θα τιμωρήσω τον εαυτό μου αναγκάζοντάς τον να πειθαρχήσει στο γραπτό κείμενο.

Θα επιχειρήσω τον πρώτο προσδιορισμό, δηλ. τον προσδιορισμό της δημοκρατίας. Θα συμφωνήσετε νομίζω μαζί μου, ότι η δημοκρατία ως κατηγορία του σύγχρονου συνταγματικού πολιτισμού γεννήθηκε και συνυφάνθηκε με την έννοια του κράτους, στο οποίο εκφράζεται ως λαϊκή κυριαρχία δηλαδή το δικαίωμα του λαού να αυτοπροσδιορίζεται. Ο λαός εκλαμβάνεται ως ενιαίο σώμα δηλαδή ως λαϊκή κυριαρχία της μόνης και sine qwa non προϋπόθεσης για τη νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας. Μόνο μέσω αυτής διαμορφώνεται η γενική θέληση των πολιτών και αποτελεί τη μόνη, ιστορικά καταξιωμένη διαδικασία πολιτικού αυτοπροσδιορισμού ενός κοινωνικού συνόλου.

Με την παραδοχή αυτή όμως δεν σημαίνει πως λύσαμε το πρόβλημά μας. Για παράδειγμα: Πως πρέπει να προσδιορίσουμε “το λαό” αφού ο λαός τελεί σε άρρηκτη σχέση με τη δημοκρατία; Ποια θεωρία έχει δίκιο, εκείνη του δημοκρατικού μονισμού ή ενδεχομένως εκείνη του συνταγματικού πλουραλισμού; Πως τελικά προσδιορίζεται ο λαός, ο δήμος; Δεν θα επιχειρήσω εδώ την απάντηση, απλά προσπαθώ να δείξω το εύρος των πιθανών επί μέρους διαφωνιών.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η δημοκρατική αρχή προσέλαβε στην ιστορική της διαδρομή συγκεκριμένα δικαιϊκά στοιχεία, τα οποία ανήκουν στο νοηματικό πυρήνα της δημοκρατίας. Όλοι νομίζω συμφωνούμε ότι τα τυπικά θεσμικά στοιχεία μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποτελούν οι ελεύθερες εκλογές για την ανάδειξη του κοινοβουλίου, που θα ασκεί τουλάχιστον τη νομοθετική αρμοδιότητα, αλλά και τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Μια σύγχρονη δημοκρατία όμως δεν αρκείται στις εκλογές και μόνο. Προϋποθέτει περαιτέρω τη διάκριση των εξουσιών, την αρχή του κράτους δικαίου με την πρωταρχία των κανόνων δικαίου και την επιμέρους αρχή της νομιμότητας, την ανεξάρτητη δικαιοσύνη με το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και τέλος τη διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Υποθέτω ότι στα παραπάνω στοιχεία της δημοκρατικής αρχής συμφωνούμε όλοι. Το ερώτημα είναι, αν τα στοιχεία αυτά αρκούν για τον προσδιορισμό της ή πρέπει να συμπληρωθούν και με άλλα. Για παράδειγμα: υπάρχει δημοκρατία, όταν οι πολίτες ενός κράτους κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες, χωρίς την ελάχιστη κρατική μέριμνα; Υπάρχει δημοκρατία χωρίς την ενεργό και διαρκή συμμετοχή του πολίτη, υπάρχει δημοκρατία χωρίς πολυφωνία, ανεκτικότητα, συναινέσεις, κοινωνικό διάλογο, διαφάνεια, ελεγκτικούς μηχανισμούς, και τόσα άλλα, στοιχεία δηλαδή που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως δημοκρατικά αυτονόητα; Πέραν αυτών, η πολυπλοκότητα των θεσμών, η έλλειψη κυβέρνησης αντιπολίτευσης συμπεριλαμβάνονται στα δημοκρατικά αυτονόητα;

Υποπτεύομαι ότι επί των ανωτέρω οι διαφωνίες μας είναι ήδη δεδομένες και για το λόγο αυτό επιτρέψτε μου για τις ανάγκες της συζήτησης και μόνο, να μείνουμε στα βασικά στοιχεία της δημοκρατίας όπως τα περιγράψαμε παραπάνω, παραμερίζοντας τα επιπρόσθετα και ενδεχομένως αμφιλεγόμενα.

Σπεύδω στον προσδιορισμό του μορφώματος που ακούει στο όνομα Ευρωπαϊκή Ένωση. Και εδώ η ποσότητα του μελανιού που έχει  σπαταληθεί είναι αζύγιαστη. Η πλειοψηφούσα άποψη φαίνεται να υπερασπίζεται και να αναδεικνύει τα υπερεθνικά στοιχεία του μορφώματος που το προσδιορίζουν εμφαντικά.

Βεβαίως τα υπερεθνικά στοιχεία του νέου οργανισμού δεν μπορούν να θεμελιώσουν (στο παρόν τουλάχιστον στάδιο) μια κρατικής υφής οντότητα. Τα κράτη μέλη παραμένουν κυρίαρχα και «κύριοι των συνθηκών» παρά τον ισχυρό ακρωτηριασμό που βαθμιαία υφίστανται. Η Ένωση δεν διαθέτει δήμο (λαό), δεν διαθέτει εδαφική κυριαρχία, ούτε την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας, δηλ. αρμοδιότητα να προσδιορίζει η ίδια αυτοδύναμα νέες αρμοδιότητες. Οι αρμοδιότητές της είναι ειδικές, κατ’ απονομή. Δοτές.

Η υπερεθνικότητα απλά του οργανισμού δεν μπορεί παρά ταύτα να αποτελεί την απάντηση της επιστήμης στο συγκεκριμένο ερώτημα. Οι πιθανές απαντήσεις κινήθηκαν σε ένα ευρύτατο φάσμα. Από τον όρο αμηχανίας «sui generis», τον όρο «συνομοσπονδία» και το χαρακτηρισμό της Ένωσης ως «οργανισμού ειδικών σκοπών» μέχρι την «ομοσπονδία», και το «ομοσπονδιακό κράτος». Ακούστε ακόμα μερικούς: «μετακράτος», «εταιρική ομοσπονδία», «ευρωπαϊκή ομοσπονδίωση», «συνταγματική ένωση», «μερική πολιτεία», «ευρωπαϊκή συμπολιτεία» «το κοινό των Ευρωπαίων» κοκ.

Σε κάθε περίπτωση πάντως τα υπερεθνικά χαρακτηριστικά του νέου οργανισμού προσδίδουν στο νέο μόρφωμα ποιοτικά χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με εκείνα μιας κρατικής οντότητας (ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για ομοσπονδιακής, μεταομοσπονδιακής κ.λπ. λογικής). Έχει δειχθεί και ιστορικά ότι ένα πολιτικό σύστημα μπορεί να επιβιώνει και χωρίς κυριαρχία, χωρίς εθνικό κράτος, αρκεί να υφίσταται ύλη συνταγματικής ποιότητας προς ρύθμιση. Τέτοια ύλη ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι υπάρχει και μάλιστα σε ικανή ποσότητα στην ΕΕ, η οποία και επιβάλλει τη ρύθμισή της. Κατά συνέπεια η ΕΕ είναι θεσμικά ώριμη για να οργανωθεί και τυπικά στη βάση ενός συνταγματικού κειμένου, το οποίο όμως διαφοροποιείται σε σύγκριση με το κλασσικό κείμενο ενός εθνικού συντάγματος.

Στη συγκεκριμένη συζήτηση δεν θα εστιάσω περισσότερο. Αρκούμαι μονάχα στη διαπίστωση ότι αυτή η ύλη που μεταφέρθηκε στην Ένωση είναι αδύνατον να διαχειριστεί αν δεν οργανωθεί στη βάση της δημοκρατικής αρχής.

Καιρός κατά συνέπεια να ανιχνεύσουμε πως οργανώνεται το όλο εγχείρημα στο υπερεθνικό επίπεδο της Ένωσης, επιχειρώντας όμως καταρχήν μια ειδική αναφορά στο αξιακό σύστημα που υιοθετεί το συνταγματικής υφής κείμενο των Συνθηκών.

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πρώτα απ’ όλα μια ένωση αξιών. Η κατάκτηση των αξιών αυτών είναι αποτέλεσμα της ιστορίας μας. Οι αξίες αυτές αποτελούν το σκληρό πυρήνα της ταυτότητας της Ένωσης και επιτρέπουν σε κάθε πολίτη να αυτοπροσδιοριστεί» υπογραμμίζει σε μια Ανακοίνωσή. της η Επιτροπή. Η επισήμανση είναι καίρια. Κοινή πορεία 28 διαφορετικών λαών είναι αδιανόητη, αν οι συμμετέχοντες λαοί δεν εμφορούνται από μια κοινή πολιτική πεποίθηση, από συγκεκριμένα κοινά ιδεώδη, τα οποία εκφράζουν όχι μόνο ένα κοινό παρελθόν, αλλά προεπιλέγονται ως σταθερές αξίες για μια κοινή μελλοντική πορεία. Δημοκρατία με λαό χωρίς κάποιο συνεκτικό στοιχείο, χωρίς ένα κοινό στόχο γενικής θέλησης είναι αδιανόητη. Αυτό το κοινό στοιχείο στο υπερεθνικό επίπεδο αποτελούν αναμφισβήτητα οι κοινές αξίες που συνδιαμορφώνουν το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό.   

Η αρχαιοελληνική έννοια της δημοκρατίας, η έννοια του δικαίου ως κανονιστική δύναμη της αρχαίας Ρώμης, τα διδάγματα του διαφωτισμού και της αναγέννησης, ο χριστιανισμός και ο ανθρωπισμός, οι μεγάλες ευρωπαϊκές επαναστάσεις, ο σύγχρονος νομικός μας πολιτισμός, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται ο άνθρωπος, αποτελεί μια βαριά πολιτιστική, πολιτική, φιλοσοφική κληρονομιά για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία οφείλει να προσδιορίζει το μέλλον.

Το σύνολο αυτών των αξιών, που δημιουργεί ένα αξιακό σύστημα, και ανανοηματοδοτεί την έννοια του λαού σε υπερεθνικό επίπεδο διακηρύσσεται πανηγυρικά και ενσωματώνεται ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή στο αρθ. 2 ΣυνθΕΕ. Στις αξίες αυτές συμπεριλαμβάνονται ρητά ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αρχή της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως επίσης των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες.

Οι παραπάνω αξίες περιχαρακώνουν το πλαίσιο και ταυτόχρονα αποτελούν τις βάσεις του ενωσιακού εγχειρήματος. Κοινωνίες που δεν υιοθετούν τις παραπάνω αξίες δεν μπορούν να συμμετέχουν στο ενοποιητικό εγχείρημα. Η προσήλωση στα συγκεκριμένα ιδεώδη, προσδιορίζει και τα όρια των επιτρεπόμενων διευρύνσεων,. Λαοί που δεν αυτοπροσδιορίζονται από τις παραπάνω αξίες, δεν μπορεί να έχουν θέση στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η ίδια η υπόσχεση της Ευρώπης έχει όρια όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και πολιτισμικά, πολιτικά, ιστορικά και κατά τη γνώμη μου δεν είναι «ανοιχτή».

Σ’ αυτό το πλέγμα των αξιών η δημοκρατία κατέχει εξέχουσα θέση. Χωρίς δημοκρατία στο υπερεθνικό επίπεδο της Ένωσης, το πολιτικό σύστημα που εισάγεται είναι καταδικασμένο στην αποτυχία. Αποτελεί τον πρώτο, κρίσιμο  και συνεκτικό όρο επιβίωσης του συστήματος.

Η δημοκρατία ως θεμελιώδης πολιτευματική αρχή εξειδικεύεται στο αρθ. 10 ΣυνθΕΕ ως αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με τη μεσολάβηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η δημοκρατική αρχή όμως εντοπίζεται και σε άλλες αναφορές του προοιμίου, όπου τα συμβαλλόμενα κράτη διακηρύσσουν την προσήλωσή τους στις αρχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Τη δημοκρατική αρχή υπηρετεί τέλος και η διάταξη του αρθ. 1 ΣυνθΕΕ κατά την οποία οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες..

Ταυτόχρονα στο ίδιο άρθρο λαμβάνεται πρόνοια να ικανοποιηθεί η αντιπροσωπευτικότητα τόσο στη συνταγματική όσο και στη διεθνική της διάσταση. Οι πολίτες κατά την παργ. 2 εκπροσωπούνται άμεσα σε επίπεδο Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ τα κράτη μέλη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από τους αρχηγούς των και στο Συμβούλιο από τις κυβερνήσεις τους. Αποτυπώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο εναργώς ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας της Ένωσης, που απαιτεί διττή νομιμοποίηση.

Η αντιπροσωπευτικότητα αναδεικνύεται από μια σειρά περαιτέρω διατάξεων. Τα όργανα της Ένωσης υποχρεούνται στη δημιουργία καταλλήλων διαύλων επικοινωνίας, διαβούλευσης και αποτελεσματικής ενημέρωσης των πολιτών σε όλους τους τομείς δράσης της Ένωσης (παργ. 1,2,3, αρθ. 11 ΣυνθΕΕ).

Στα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναγνωρίζεται ένας κρίσιμος πολιτικός ρόλος στη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης και στην έκφραση της βούλησης των πολιτών της Ένωσης (παργ. 4 αρθ. 10 ΣυνθΕΕ).

Τέλος, στον πολίτη της Ένωσης αναγνωρίζεται ρητά το δικαίωμα να συμμετέχει στο δημοκρατικό βίο της Ένωσης (παργ. 3 αρθ. 10 ΣυνθΕΕ). Εν προκειμένω η συμμετοχική δημοκρατία καθιερώνεται με τη διασφάλιση της άμεσης συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών και των αντιπροσωπευτικών τους οργανώσεων στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων χωρίς τη μεσολάβηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.  Περαιτέρω εισάγεται για πρώτη φορά η δυνατότητα ενός εκατομμυρίου πολιτών της Ένωσης, που προέρχονται από σημαντικό αριθμό κρατών μελών να καλούν την Επιτροπή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της να υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί θεμάτων, που οι εν λόγω πολίτες θεωρούν ότι απαιτείται η έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης (παργ. 4 αρθ. 11 ΣυνθΕΕ).

Οι διατάξεις αυτές αποτελούν αναμφισβήτητα σημαντική πρόοδο προς την κατεύθυνση του ευρωπαϊκού δήμου, τη μήτρα για την πλήρη ανάπτυξη της δημοκρατικής αρχής και τη δημιουργία του ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου, μιας υπερεθνικής συνείδησης και ταυτότητας.

Καινοτομία των Συνθηκών αποτελεί αναμφίβολα και η αναγνώριση ρόλου στα  εθνικά κοινοβούλια, τα οποία καλούνται «να συμβάλλουν ενεργά στην καλή λειτουργία της Ένωσης» (αρθ. 12 ΣυνθΕΕ).

Ειδικότερα στα εθνικά κοινοβούλια κοινοποιούνται τα σχέδια νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, αναγνωρίζεται η συμμετοχή τους στον έλεγχο τήρησης της αρχής της επικουρικότητας και αναλογικότητας, στους μηχανισμούς αξιολόγησης των πολιτικών της Ένωσης αναφορικά με το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στις διαδικασίες αναθεώρησης των Συνθηκών, στις αιτήσεις προσχώρησης και στη διακοινοβουλευτική συνεργασία μεταξύ των εθνικών κοινοβουλίων.

Οι ρυθμίσεις αυτές ενδυναμώνουν καταρχήν το δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης, υλοποιούν την επιταγή για πιο ανοικτή και εγγύτερη προς τον πολίτη της Ένωσης λειτουργία του όλου συστήματος. Η νομιμοποίηση των εθνικών κοινοβουλίων συμπλέκεται αρμονικά με εκείνη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έτσι ώστε τα ελλείμματα των μεν να μη διοχετεύονται στα ελλείμματα του άλλου, αλλά να αλληλοσυμπληρώνονται και να αλληλοκαλύπτονται.

Από τη συνολική παράθεση των παραπάνω ρυθμίσεων προκύπτει νομίζω με ενάργεια ότι η δημοκρατία αλλά και ο κοινοβουλευτισμός στο υπερκρατικό επίπεδο της Ένωσης διασφαλίζεται επαρκώς αλλά και προσαρμόζεται επιτυχώς στις ιδιομορφίες του πολιτικού συστήματος που καθιερώνεται. Το σύστημα και με βάση τις ιδιαιτερότητές του είναι επαρκώς νομιμοποιημένο. Είτε άμεσα μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είτε έμμεσα μέσω των δημοκρατικά από τους λαούς της Ένωσης εκλεγμένων κυβερνήσεων.   

Κυρίες και κύριοι


Αν η θεσμική οργάνωση της Ένωσης ικανοποιεί πολλούς από εμάς, ο πειρασμός για το επόμενο ερώτημα παραμένει. Αρκεί η διακηρυκτική προσήλωση στην αρχή της δημοκρατίας για να αποτελέσει αυτή την κρίσιμη οργανωτική βάση, αν από την όλη θεσμική οργάνωση δεν προκύπτει εφαρμογή της αρχής σε όλο το φάσμα των λειτουργιών του συστήματος;

Εδώ ανοίγει η επόμενη και τελευταία προβληματική για τις ανάγκες τούτης της συζήτησης.

Αν νοήσομε τη δημοκρατία όχι ως μια τυπική διαδικασία εκλογής των κρατικών οργάνων από το λαό, αλλά ως μια ουσιαστική συμμετοχή του πολίτη στη λήψη των αποφάσεων και γενικά τη λειτουργία των θεσμών, όπου θα λαμβάνει χώρα μια διαρκής νομιμοποίηση της εξουσίας, μέσα από πλήρη διαφάνεια και δυνατότητα συμμετοχής, τότε πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι αμφισβητούν την ποιότητα της δημοκρατικής αρχής, από την οποία διέπεται το θεσμικό οικοδόμημα της Ένωσης και μιλούν για «δημοκρατικό έλλειμμα».

Στοιχεία που συνθέτουν το έλλειμμα κατά τη γνώμη πολλών είναι μεταξύ άλλων η ασαφής διάκριση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και η έλλειψη ενός πλήρως νομιμοποιημένου οργάνου, που θα ασκεί τη νομοθετική εξουσία αλλά και τον αποτελεσματικό δημοκρατικό έλεγχο της εκτελεστικής, η αδιαφάνεια και η μυστικότητα που συνήθως χαρακτηρίζουν τη λειτουργία των ενωσιακών οργάνων.

Αδύναμο σημείο συνιστά η μη άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση του άλλου και ίσως βασικότερου νομοθετικού οργάνου, του Συμβουλίου των υπουργών, το οποίο μόνο έμμεσα αντλεί τη νομιμοποίησή του από τις δημοκρατικές κυβερνήσεις των κρατών μελών.

Έλλειμμα δημοκρατίας μπορούμε να εντοπίσομε και στην πολυπλοκότητα της διαδικασίας με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετέχει. Σε ότι αφορά τις ελεγκτικές αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως όχι στον έλεγχο της Επιτροπής, αλλά στον έλεγχο του Συμβουλίου. Ο ουσιαστικός έλεγχος του οργάνου ασκείται μόνο έμμεσα από τα εθνικά κοινοβούλια, αλλά ο έλεγχος αυτός δεν αφορά: πρώτον, το όργανο στο σύνολό του, αλλά μόνο ένα από τα μέλη του και δεύτερον, ο έλεγχος αυτός είναι προφανώς έλεγχος από τη σκοπιά του συγκεκριμένου εθνικού συμφέροντος. Η μυστικότητα των συνεδριάσεων του Συμβουλίου των Υπουργών επιτείνει το πρόβλημα. Ήδη το άνοιγμα των συνεδριάσεων στο κοινό, όταν το όργανο νομοθετεί, αποτελεί θετική συμβολή στην κάλυψη του ελλείμματος (αρθ. 16 παργ. 8 ΣυνθΕΕ).  

Δημοκρατικό έλλειμμα μπορεί να εντοπιστεί και στο γραφειοκρατικό σύστημα που διέπει τη λειτουργία του θεσμικού οικοδομήματος κυρίως με τη μυστικότητα και την αδιαφάνεια της λειτουργίας του. Το πρόβλημα εδώ δεν διαφοροποιείται από τη λειτουργία της δημοκρατίας σε πολλά από τα κράτη μέλη, θα τολμούσα να ισχυριστώ όμως, ότι το ενωσιακό σύστημα είναι σε σύγκριση με αρκετά κράτη μέλη πολύ πιο διαφανές. Εν πάση περιπτώσει το αρθ. 15 ΣυνθΛΕΕ επιχειρώντας να προωθήσει τη χρηστή διακυβέρνηση και να διασφαλίσει τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στα όργανα της Ένωσης, επιβάλλει σ’ αυτά να «διεξάγουν τις εργασίες τους όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά». Επιβάλλει περαιτέρω στο Συμβούλιο όταν συσκέπτεται και ψηφίζει επί σχεδίου νομοθετικής πράξης να συνεδριάζει δημόσια και ταυτόχρονα αναγνωρίζει σε κάθε πολίτη της Ένωσης (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών και λοιπόν οργάνων της Ένωσης.    

Είναι προφανές ότι η κριτική περί δημοκρατικού ελλείμματος εστιάζεται όχι στον πυρήνα της δημοκρατικής αρχής αλλά στην περιφέρεια, ίσως στα δημοκρατικά αυτονόητα. Ίσως όχι στη δημοκρατική διαδικασία αλλά στην ουσία της δημοκρατίας, για την οποία όμως δύσκολα θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε.

Με αυτή την έννοια πρόβλημα δημοκρατικού ελλείμματος πράγματι υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προφανώς και σε κάθε κράτος μέλος. Δεν είναι όμως της έκτασης που συνήθως παρουσιάζεται και πάντως δεν αναιρείται σε καμιά περίπτωση η δημοκρατική αρχή ως βασική αρχή που διέπει το σύστημα. Η υπερπροβολή του δημοκρατικού ελλείμματος αδικεί την Ένωση, όπως επίσης και η δραματικότητα που χαρακτηρίζει τη σχετική επιχειρηματολογία. Η διαπίστωση του ελλείμματος προϋποθέτει την προεπιλογή του μέτρου σύγκρισης. Αν ως μέτρο σύγκρισης για τη διαπίστωση του ελλείμματος προεπιλεχθεί το κράτος, τότε προφανώς η σύγκριση αποβαίνει ελλειμματική για την Ένωση. Η Ένωση όμως δεν είναι κράτος και ως εκ τούτου το προεπιλεγέν μέτρο σύγκρισης την αδικεί, αφού συγκρίνονται ανόμοια. Αν, αντίθετα, η Ένωση συγκριθεί με διεθνείς οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής, τότε εύκολα διαπιστώνεται περίσσευμα και όχι έλλειμμα δημοκρατίας. Στο παρόν στάδιο της θεσμικής ανάπτυξης του ενωσιακού οικοδομήματος οι απαιτήσεις της δημοκρατικής αρχής διασκεδάζονται σε πρωτόγνωρο, θα τολμούσα να πω, βαθμό.

Μια τελική παρατήρηση σας την χρωστάω: Είναι κάτι που το θεωρώ αυτονόητο. Όσο περισσότερες αρμοδιότητες εκχωρούνται στην ΕΕ, άλλο τόσο πρέπει να αυξάνει και ο βαθμός νομιμοποίησης των οργάνων που τις ασκούν, ως άμεση συνέπεια της εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής. Η αναγόρευση κατά συνέπεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τη Συνθήκη της Λισαβόνας ως ισότιμου συννομοθέτη με το Συμβούλιο, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα καλοδεχούμενο βήμα προς την κατεύθυνση της κάλυψης του όποιου ελλείμματος. Πρέπει να ακολουθήσει η αναγνώριση του τεκμηρίου της νομοθετικής αρμοδιότητας υπέρ του Κοινοβουλίου και η μετατροπή του Συμβουλίου σε ένα είδους γερουσίας ή άνω βουλής.

Φίλες και φίλοι

Εάν δεν σας έπεισα για τις διαπιστώσεις μου και εάν επιμένετε στη δραματικότητα του ενωσιακού δημοκρατικού ελλείμματος τότε σας καλώ, κλείνοντας, σε τούτον τον τελευταίο κοινό προβληματισμό: Θα συμφωνήσουμε νομίζω όλοι μας ότι, ουσιώδες δημοκρατικό αυτονόητο, άνευ του οποίου δημοκρατία δεν νοείται είναι η αρχή one man one vote. Ένας άνθρωπος μία ψήφος. Η αρχή καθιερώνει την υπαρξιακή για τη δημοκρατία αρχή της ισότητας της ψήφου. Συμφωνούμε όλοι; Αν υιοθετούσαμε αυτή τη δημοκρατικότατη αρχή σε επίπεδο Ένωσης τότε η Γερμανία θα έπρεπε να εκλέγει 130 ευρωβουλευτές και η Μάλτα κανέναν. Ποιος από σας είναι έτοιμος να θεωρήσει ως "δημοκρατική" αυτή την αρχή σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη σημερινή της δόμηση;


Σας χρωστάω ένα από καρδιάς ευχαριστώ."