Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Ο διάλογος μεταξύ ΔΕΕ και ΕΔΔΑ


Την 22/1/2016 στο Ίδρυμα Στασινοπούλου και σε αίθουσα του Συμβουλίου Επικρατείας εισηγήθηκα το θέμα: «ο διάλογος μεταξύ ΔΕΕ και ΕΔΔΑ».

Παραθέτω την εισήγησή μου διατηρώντας άθικτο τον προφορικό λόγο.

«Κυρίες και κύριοι

Το θέμα της εισήγησής μου έχει τίτλο: «Ο διάλογος του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ». Προφανώς και πρόκειται για τίτλο απατηλό, αφού τα δικαστήρια δεν … διαλέγονται μεταξύ τους αλλά λύνουν διαφορές εφαρμόζοντας και ερμηνεύοντας το νόμο. Το θέμα της εισήγησής μου επικεντρώνεται στο ερώτημα ως προς τις απαντήσεις που δίνουν τα δύο δικαστήρια σχετικά με ένα κοινό αντικείμενο που δεν είναι άλλο από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο χώρο Ευρώπη. Φιλολογική αδεία λοιπόν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «διάλογο» στην προσπάθειά μας να ανιχνεύσουμε τις συγκεκριμένες απαντήσεις που δίνουν τα δύο δικαστήρια.

Θα προσεγγίσω το συγκεκριμένο ζήτημα όσο πιο συνοπτικά γίνεται και σας υπόσχομαι ότι δεν θα προλάβετε να με βαρεθείτε. Παρατήρησα άλλωστε ότι ο πρόεδρος ζητάει την τήρηση του χρόνου και δεν προτίθεμαι να του δώσω τη χαρά να με διακόψει. Πάντως αν παρά την προσπάθειά μου σας κουράσω ή σας προκαλέσω νυσταγμό, στείλτε μου κάποιο μήνυμα, τρίξτε π.χ. τις καρέκλες, θα καταλάβω και θα αντιδράσω ανάλογα.

Πριν μπω στην ουσία πρέπει να διευκρινίσω μερικά πράγματα.

Πρώτον: θα περιοριστώ μόνο στις νομολογιακές παραδοχές των δύο δικαστηρίων στα θέματα που οι παραδοχές αυτές τέμνονται και δεν θα αναφερθώ στην προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, αν και ένα σχόλιο στο τέλος δεν θα το αποφύγω.

Δεύτερον: Για πρακτικούς κυρίως λόγους θα χρησιμοποιώ ενιαία τον όρο «Ενωσιακό Δίκαιο» χωρίς διάκριση από τον όρο «κοινοτικό δίκαιο»  και «ΔΕΕ» χωρίς τη διάκριση από τον όρο «ΔΕΚ». Νομίζω πως έτσι δεν θα γίνομαι κουραστικός.

Τρίτον: Θα μου επιτρέψετε να θυμίσω, για να είναι ευχερέστερη η εξαγωγή των συμπερασμάτων την ταυτότητα των …«διαλεγομένων» δικαστηρίων.

Ο δικαστής του Στρασβούργου, το ΕΔΔΑ δηλαδή, κινείται στο χώρο του Διεθνούς Δικαίου. Αυτό είναι αναμφισβήτητο.  Χάρις όμως στην ατομική προσφυγή και την ευρηματική νομολογία του ΕΔΔΑ, φαίνεται πως αργά αλλά σταθερά δημιουργείται μια «ευρωπαϊκή δημόσια τάξη», μια τάξη που αχνά οριοθετεί το χώρο «Ευρώπη» από τον υπόλοιπο κόσμο. Σε κάθε περίπτωση όμως το όποιο περιεχόμενο αυτής της «ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης» δεν «αποδιεθνοποιεί» αλλά και δεν «εθνικοποιεί» την ΕΣΔΑ όπως εύστοχα σημείωσε κάπου ο ομότεχνός μου, ο καθηγητής κ. Στάγκος. Αυτή παραμένει ένα κείμενο Διεθνούς Δικαίου με όλες τις αδυναμίες του.

Αντίθετα. Ο δικαστής του Λουξεμβούργου, το ΔΕΕ δηλαδή, κινείται σε μια νέα αυτόνομη έννομη τάξη με τους δικούς της θεσμούς, τους δικούς της νομοπαραγωγικούς κανόνες, με τις δικές της ιδιαιτερότητες όπως η άμεση ισχύς, η υπεροχή κ.λπ. ιδιαιτερότητες που δεν μπορούν να την εντάξουν ούτε στο χώρο του Διεθνούς ούτε  στο χώρο του Εθνικού Δικαίου.     

Μια ακόμα και τελευταία υπενθύμιση.

Στο χώρο «Ευρώπη» η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί την κορωνίδα του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού και το πεδίο της εμφανούς υπεροχής σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατεί σε άλλες ηπείρους και ιδιαίτερα εκείνης της αμερικανικής ηπείρου. Στο χώρο «Ευρώπη» η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων λαμβάνει χώρα σε επίπεδο κράτους, σε επίπεδο Ένωσης και σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης.  Η πολυεπίπεδη αυτή προστασία όμως δεν εκφράζεται και δεν συνυφαίνεται σε μια ιεραρχική άρθρωση, έτσι ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος αντιφατικών και συγκρουομένων αποφάσεων των δικαιοδοτικών οργάνων.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων ο κίνδυνος του ανταγωνισμού είναι υπαρκτός. Υπάρχει όμως πράγματι αυτός ο ανταγωνισμός; Διαπιστώνεται πράγματι μια υποβόσκουσα αντιπαράθεση, αν όχι ένας …… πετροπόλεμος, κάποιες αψιμαχίες μεταξύ των δύο δικαστηρίων; Εντοπίζεται πράγματι πίσω από εκλεπτυσμένες διατυπώσεις μια διελκυστίνδα ως προς το ποιο δικαστήριο θα έχει «τον τελευταίο λόγο» στην προστασία των δικαιωμάτων; 

Αυτήν την απάντηση σας χρωστάει η εισήγησή μου.

Στις περασμένες γιορτές συζήτησα με το γιο μου την εμπειρία του κατά την υποστήριξη της διδακτορικής διατριβής του στου Imperial College του Λονδίνου. Ο καθηγητής του επέμενε. Πρώτα θα διατυπώσεις το συμπέρασμα της έρευνάς σου και στη συνέχεια θα προσπαθήσεις να το τεκμηριώσεις με σαφή και συνοπτική επιχειρηματολογία. Μόνο έτσι θα κερδίσεις την προσοχή του ακροατηρίου σου. Η συγκεκριμένη αγγλοσαξονική προσέγγιση μου άρεσε. Την υιοθετώ και εγώ.

Διατυπώνω πρώτα το συμπέρασμά μου: Μεταξύ των δυο δικαστηρίων ανιχνεύεται πράγματι μια φιλότιμη προσπάθεια για αποφυγή των εχθροπραξιών, για υιοθέτηση κοινών λύσεων. Όμως μια διελκυστίνδα ως προς το ποιος τελικά θα έχει τον τελευταίο λόγο, δυστυχώς υπάρχει. Και επειδή υπάρχει εγώ τάσσομαι αναφανδόν υπέρ της προσχώρησης της ΕΕ στην ΕΣΔΑ.

Επιτρέψτε μου τώρα να επιχειρήσω την απόδειξη του συμπεράσματός μου, εκκινώντας από την αναδίφηση στη νομολογία του ΕΔΔΑ.


Στο βαθμό που η Ευρωπαϊκή Ένωση παρά τις μέχρι σήμερα επίμοχθες προσπάθειες και τη ρητή πρόβλεψη στη Συνθήκη της Λισαβόνας, δεν έχει προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ, το δικαστήριο του Στρασβούργου δεν έχει καταρχήν την αρμοδιότητα να ελέγχει την Ένωση τόσο ως προς το πρωτογενές δίκαιο όσο και ως προς τις πράξεις των οργάνων της, αφού η Ένωση δεν είναι μέλος της. 

Στις θεωρητικές επιστήμες όμως και ιδιαίτερα στα νομικά τίποτα δεν είναι απόλυτο.

Έτσι και εν προκειμένω. Το ΕΔΔΑ οδηγήθηκε στον πρώτο παρεμπίποτοντα έλεγχο του Ενωσιακού Δικαίου με αφορμή την εκδίκαση της υπόθεσης Cantoni, όπου ο προσφεύγων ζητούσε να κριθεί ότι γαλλικός νόμος που μετέφερε επί λέξει ενωσιακή Οδηγία σχετικά με τα φάρμακα στη γαλλική έννομη τάξη, δεν ήταν συμβατός με το αρθ. 7 της ΕΣΔΑ (επιβολή ποινής άνευ νόμου). Η γαλλική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι δεν έκανε τίποτε άλλο από του να μεταφέρει πιστά την Οδηγία, όπως σαφώς έχει υποχρέωση ως μέλος της Ευρωπαϊκής  Ένωσης.

Το ΕΔΔΑ για πρώτη φορά παρέθεσε στην απόφασή του τις επίμαχες διατάξεις της Οδηγίας αλλά και τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, διαπίστωσε ότι η εξάρτηση του εθνικού κανόνα από το Ενωσιακό Δίκαιο δεν το εμποδίζει να προβεί στον έλεγχο του ενωσιακού κανόνα, σε έλεγχο δηλ. συμβατότητας του ενωσιακού κανόνα με τις προβλέψεις της ΕΣΔΑ. Το τελικό συμπέρασμα όμως του ΕΔΔΑ ήταν ότι ο γαλλικός νόμος και επέκεινα η ενωσιακή Οδηγία δεν αντέβαιναν στα αρθ. 7 της ΕΔΣΑ. 

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η εν λόγω απόφαση αποτέλεσε την απάντηση ή, αν θέλετε, την προειδοποιητική βολή του δικαστηρίου του Στρασβούργου στη Γνωμοδότηση 1/94 του ΔΕΕ με την οποία το ενωσιακό δικαστήριο είχε γνωμοδοτήσει κατά της ένταξης της τότε Κοινότητας στην ΕΔΣΑ.

 Ένα το κρατούμενο λοιπόν και ας μη τρέξουμε να βγάλουμε συμπεράσματα.

Η συνέχεια δεν άργησε να δοθεί με επίδικο τώρα όχι κανόνα του παραγώγου Ενωσιακού Δικαίου όπως ήταν η Οδηγία, αλλά κανόνα του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου. Στην υπόθεση Matthews κρίθηκε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο υπέχει ευθύνη για παράβαση της ΕΣΔΑ, επειδή - συμμορφούμενο με το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο – δεν διεξήγαγε εκλογές στο Γιβραλτάρ (κτήση του βρετανικού κράτους) για την ανάδειξη εκπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η Matthews, κάτοικος του Γιβραλτάρ παραπονέθηκε τελικά ότι, καθώς στο Ενωσιακό Δίκαιο δεν της παρέχεται καμιά δυνατότητα να ελέγξει τη νομιμότητα της συγκεκριμένης ενωσιακής πράξης υπό όρους προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, το γεγονός αυτό ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο από κοινού με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ένωσης, υπέχει ευθύνη για τις ρυθμίσεις της εν λόγω συνθήκης αναφορικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά προστατεύονται από την ΕΣΔΑ. Η ένταξη ενός συμβαλλόμενου στη Σύμβαση κράτους, σε κάποιο διεθνή οργανισμό, δεν εξαφανίζει την ευθύνη του εν λόγω κράτους έναντι της ΕΣΔΑ.

Συμπέρασμα: το δικαστήριο του Στρασβούργου ανήγαγε εαυτόν σε κριτή της συμβατότητας του Ενωσιακού Δικαίου με τις ρυθμίσεις της ΕΣΔΑ.

 Ίσως δεν θα μπορούσε να κάνει κι’ αλλιώς θα πρόσθετα ως σχόλιο.

Η συνέχεια όμως ήταν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Η Bosphorus Airlines εταιρία τουρκικών συμφερόντων είχε ναυλώσει αεροσκάφος που βρίσκονταν στην κυριότητα της JAT (Γιουγκοσλαβική αεροπορική εταιρία). Το αεροσκάφος αυτό κατασχέθηκε στην Ιρλανδία κατ’ εφαρμογή Κανονισμού που είχε εκδοθεί στα πλαίσια Ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ με σκοπό τον εξαναγκασμό της Γιουγκοσλαβίας να πειθαρχήσει στις επιταγές του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η Bosphorus Airlines παραπονέθηκε ενώπιον του ενωσιακού δικαστηρίου για προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας και μετά  την αποτυχία της προσπάθειάς ενώπιον του ΔΕΕ, προσέφυγε στο ΕΔΔΑ με αντίστοιχο αίτημα.

Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε πλήρως την προνομία του ΔΕΕ στην ερμηνεία και εφαρμογή του Ενωσιακού Δικαίου, αφού πρώτα παρέθεσε ολόκληρο το ενωσιακό νομικό πλαίσιο, χωρίς να παραλείψει να αναφερθεί και στις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα.     

Ως προς το κεντρικό ζήτημα της ευθύνης ενός συμβαλλόμενου μέρους στην ΕΣΔΑ λόγω εφαρμογής του Ενωσιακού Δικαίου, το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι το συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να αποφύγει τις δεσμεύσεις του από την ΕΣΔΑ. Οι διεθνείς συνθήκες, κατά το ΕΔΔΑ, τότε μόνο είναι δεσμευτικές για το συμβαλλόμενο μέρος της ΕΣΔΑ, όταν προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα κατά τρόπο που μπορεί να θεωρηθεί τουλάχιστον ισοδύναμος με αυτόν της ΕΣΔΑ.

Εάν υφίσταται ισοδύναμη προστασία, τότε δημιουργείται υπέρ του κράτους τεκμήριο ότι δεν παραβαίνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις από την ΕΣΔΑ, όταν εφαρμόζει νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή του σε διεθνή οργανισμό. Το τεκμήριο ανατρέπεται, μόνο αν κριθεί ότι η προστασία των δικαιωμάτων είναι προδήλως ανεπαρκής.

Προβαίνοντας στη συγκεκριμένη κρίση το ΕΔΔΑ κατέληξε στη διαπίστωση, ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο Ενωσιακό Δίκαιο μπορεί να θεωρηθεί και είναι πράγματι «ισοδύναμη» με αυτήν του συστήματος της ΕΣΔΑ.

Πολύ ωραία. Ο κανόνας τέθηκε. Η κρίση οριστικοποιήθηκε. Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ΕΕ είναι ισοδύναμη με εκείνη της ΕΣΔΑ (έστω και αν 7 δικαστές του ΕΔΔΑ εξέφρασαν επιφυλάξεις ως προς το ισοδύναμο).

Εδώ ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα: αποτελούσε αυτή η καθ’ όλα σημαντική απόφαση μια ευφυή λύση, μια ευρηματική λύση, του δικαστή του Στρασβούργου με την οποία θέλησε να αποτρέψει τον κίνδυνο «διχασμού» των ΚΜ μεταξύ των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ΕΣΔΑ και των ενωσιακών τους υποχρεώσεων προκρίνοντας την αρχή της ισοδύναμης προστασίας ή μήπως με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ ήρξατο χειρών αδίκων, παρεμβαίνοντας στο έργο του ενωσιακού συναδέλφου του, αναβιώνοντας το πνεύμα της περίφημης  Solange I  απόφασης του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου του BVerfG;

Και ενώ τα πράγματα φαίνονταν να οριστικοποιούνται, ήρθε  η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Michaud. Το δικαστήριο του Στρασβούργου εξέτασε τη συμβατότητα των περιορισμών του δικηγορικού απορρήτου που προβλέπεται από την ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με την απαγόρευση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες ενέργειες. Εν προκειμένω ετίθετο το ερώτημα ως προς το κατά πόσο η συγκεκριμένη ενωσιακή ρύθμιση είναι σύμφωνη με το αρθ. 8 της ΕΣΔΑ (Ιδιωτική και επαγγελματική ζωή).

Με βάση την απόφαση Bosphorus θα ανέμενε κανείς - αφού το ΕΔΔΑ αναγνώρισε την ισοδυναμία της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης – ότι δεν θα επαναλάμβανε το σχετικό έλεγχο. Στην προκειμένη υπόθεση όμως ο Michaud, Γάλλος δικηγόρος παραπονέθηκε ότι το Conseil dEtat απέρριψε το αίτημά του να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ έτσι ώστε να ελέγξει το ΔΕΕ τη συμβατότητα της ενωσιακής Οδηγίας με το αρθ. 8 της ΕΣΔΑ. Το αίτημα του Michaud απορρίφθηκε από το ανώτατο γαλλικό δικαστήριο.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, «αφού το ΔΕΕ  δεν είχε εξετάσει το ζήτημα σχετικά με τα δικαιώματα που προστατεύει η Σύμβαση,, το τεκμήριο ισοδύναμης προστασίας δεν τυγχάνει εφαρμογής» (σκέψη 115).

Η απόφαση Michaud είναι ιδιαιτέρως σημαντική ως προς το σημείο αυτό, επειδή διευκρινίζει ότι το ΕΔΔΑ επιφυλάσσεται της δυνατότητας να πραγματοποιήσει σε τελευταίο στάδιο τον έλεγχο της τήρησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων ελλείψει προηγούμενου πραγματικού και ισοδύναμου ελέγχου.

Μα καλά, η ισοδυναμία δεν κρίθηκε με την απόφαση Bosphorus; Γιατί έπρεπε να επανέλθουμε επ΄ αυτού; Μήπως έτσι … ξίνουμε πληγές; Μα δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, θα αντέτεινε ο hypocrit lecteur, αφού η συγκεκριμένη κρίση δεν είχε γίνει από το ΔΕΕ και έπρεπε ως εκ τούτου να καλυφθεί το κενό.

Ας μείνουμε σ’ αυτές τις σκέψεις και πριν ολοκληρώσουμε με τις νομολογιακές παραδοχές του ΕΔΔΑ να αναφερθούμε και σε μια εξίσου σημαντική και πρόσφατη απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου σε σχέση με το Ενωσιακό Δίκαιο.

Στην υπόθεση Dhabi το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα  ότι η παράλειψη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από δικαστήριο κράτους μέλους, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, εφόσον δεν είναι αιτιολογημένη, συνιστά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (δίκαιη δίκη). Επρόκειτο για το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της Ιταλίας το οποίο, παρά το πλήρως αιτιολογημένο αίτημα για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, απέρριψε το αίτημα χωρίς καμιά αιτιολόγηση και χωρίς να μνημονεύσει, έστω, το αίτημα σε κάποιο σημείο της απόφασης. Ο έλεγχος του δικαστή της ΕΣΔΑ, πάντως, περιορίζεται μόνο στην ύπαρξη αιτιολογίας και δεν υπεισέρχεται στον έλεγχο των προϋποθέσεων υποβολής των ερωτημάτων.


Αυτά ως προς το ΕΔΔΑ. Πάμε τώρα να δούμε την αντίστοιχη δραστηριότητα του ΔΕΕ.


Από την εποχή που το ΔΕΕ – παρακάμπτοντας την αρχική του αμηχανία και την αρνητική του στάση ως προς την αρμοδιότητά του να προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα – αναδέχθηκε την πρόκληση και υπό την πίεση των εθνικών δικαστηρίων κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα ενυπάρχουν στο Ενωσιακό Δίκαιο με τη μορφή των γενικών αρχών, το πρόβλημα της πλέον αποτελεσματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε ενωσιακό επίπεδο δεν έπαυσε να προκαλεί τόσο τη νομολογία όσο και τη θεωρία αλλά και τους ίδιους τους ενωσιακούς θεσμούς.

Θυμίζω επιγραμματικά: η νομολογία του ΔΕΕ οδήγησε τον ενωσιακό νομοθέτη, στην εισαγωγή του αρθ. 6 ΣΕΕ. Ακολούθησε η αρνητική Γνωμοδότηση του ΔΕΕ το 1996, με την οποία το ενωσιακό δικαστήριο έκρινε ότι η τότε Κοινότητα δεν είχε αρμοδιότητα να προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ και τελικά η σύνταξη του ΧΘΔ στον οποίο προσδόθηκε νομική δεσμευτικότητα με τη συνθήκη της Λισαβόνας. Ταυτόχρονα στην ίδια Συνθήκη προβλέφθηκε και η υποχρεωτική προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ, χωρίς όμως μέχρι σήμερα η συγκεκριμένη προσχώρηση να έχει επιτευχθεί.

Τούτων δοθέντων, ας επιχειρήσουμε μια αναδρομή στη νομολογία του ενωσιακού δικαστηρίου αναφορικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα.

Αφού το ενωσιακό δικαστήριο χαρακτήρισε τις διεθνείς συμβάσεις αρχικά και την ΕΣΔΑ στη συνέχεια ως πηγές έμπνευσης για την εκ μέρους του προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στις υποθέσεις Nold, Rutili και  Hauer, παγίωσε τη νομολογία του και οι αναφορές του στην ΕΣΔΑ μπορούν πλέον να χαρακτηριστούν στερεότυπες και περικλείονται κατά κανόνα στην έκφραση:

 «…. Τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων εξασφαλίζει το Δικαστήριο. Προς τούτο το Δικαστήριο εμπνέεται από τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και από τις διεθνείς συνθήκες μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου».

Το επόμενο βήμα επιχειρήθηκε από το ΔΕΕ με αναφορές όχι μόνο στην ΕΣΔΑ αυτή καθ’ αυτή, αλλά και στα νομολογιακά πορίσματα στα οποία κατέληξε το ΕΔΔΑ ερμηνεύοντας τη Σύμβαση. Έτσι, για παράδειγμα, το ΔΕΕ στην υπόθεση Baustahlgewerbe ανέτρεξε ευθέως στα νομολογιακά κριτήρια που ανέπτυξε το ΕΔΔΑ και τα υιοθέτησε χωρίς δισταγμούς.

Ενδιαφέρουσα είναι και η συνέχεια η οποία δόθηκε στην υπόθεση Matthews, σε επίπεδο Ένωσης μετά την κρίση του ΕΔΔΑ ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση του ενωσιακού δικαίου προσέκρουε στην ΕΣΔΑ. Όταν το Η.Β. θέλησε να συμμορφωθεί με την απόφαση του ΕΔΔΑ και ρύθμισε το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των κατοίκων του Γιβραλτάρ, η Ισπανία προσέφυγε εναντίον του στο ΔΕΕ με το επιχείρημα ότι παραβιάζονταν διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.
Το ΔΕΕ, με την απόφασή του αναφέρθηκε ρητά στη δεσμευτικότητα της απόφασης του ΕΔΔΑ για το Η.Β. και επέδειξε τη συνακόλουθη επιείκεια προς το Η.Β. το οποίο ήταν έτσι’ κι’ αλλιώς υποχρεωμένο να συμμορφωθεί με ην απόφαση του ΕΔΔΑ.
Παρόμοια παραδείγματα θα μπορούσαμε να σημειώσουμε πάμπολλα από τη νομολογία του ΔΕΕ, όπως π.χ. την προσέγγισή του για την έννοια της οικογενειακής συνένωσης, στην οποία ο δικαστής του Λουξεμβούργου, ακολουθώντας τις παραδοχές του ΕΔΔΑ, αναγνώρισε ένα θετικό περιεχόμενο έτσι ώστε να μπορεί ο προσφεύγων να αντλήσει από το αρθ. 8 της Σύμβασης και αξίωση για συνένωση της οικογένειας και ειδικά για τη μετοίκιση των τέκνων
Αυτή είναι η φωτεινή πλευρά του λόφου. Υπάρχει όμως και η σκοτεινή. Είναι η πλευρά που η προσεγγίσεις του ΔΕΕ διαφοροποιούνται από τις παραδοχές του ΕΔΔΑ .
Για παράδειγμα, διαπιστώνονται ασάφειες και διαφοροποιήσεις σε ότι αφορά την προστασία της κατοικίας με βάση το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει σαφώς την προστασία της κατοικίας και επεκτείνει την προστασία σε επαγγελματικούς χώρους τόσο των φυσικών όσο και των νομικών προσώπων. Αντίθετα, από τη νομολογία του ΔΕΕ δεν προκύπτει με σαφήνεια η έκταση της συγκεκριμένης προστασίας στους χώρους της επιχείρησης.

Η ίδια ασάφεια εντοπίζεται, για παράδειγμα, και σχετικά με την ερμηνεία του αρθ. 6 της ΕΣΔΑ και ιδίως το δικαίωμα άρνησης καταθέσεως σε περίπτωση που η κατάθεση οδηγεί στην ενοχοποίηση του καταθέτοντος, με βάση το αξίωμα «ουδείς εαυτόν ένοχον ποιεί». Ενώ το ΕΔΔΑ αντλεί ένα δικαίωμα πλήρους άρνησης κάθε πληροφορίας που οδηγεί σε ενοχή, αντίθετα η θέση του ενωσιακού δικαστηρίου φαίνεται να είναι αρκούντως διστακτική και να μη αποδέχεται αυτήν την ευρύτητα.

Με βάση αυτές τις συγκεκριμένες διαπιστώσεις, ένα ενδιάμεσο συμπέρασμα μπορούμε να το εξάγουμε: Η προσπάθεια ειλικρινούς συνεργασίας και σεβασμού των νομολογιακών παραδοχών του ΕΔΔΑ από το ΔΕΕ είναι πράγματι φιλότιμη. Οι διαφοροποιημένες προσεγγίσεις όμως δεν αποφεύχθηκαν. Σε ένα βαθμό αυτό είναι ίσως και φυσιολογικό. Ευστοχότατα ο φίλος μου και αντιπρόεδρος του ΣτΕ, ο κ. Ράντος σημείωσε: Ο δικαστής του Λουξεμβούργου «αντιγράφει» αποδεχόμενο τις αντίστοιχες ερμηνείες, τις «μείζονες» προτάσεις του δικαστηρίου του Λουξεμβούργου. Σε τέτοια περίπτωση όταν τα δύο δικαστήρια κρίνουν επί των αυτών ζητημάτων, οι διαφορές θα υπάρχουν στην υπαγωγή και θα αντανακλούν απλώς τις διαφορές νοοτροπίας που θα έχουν οι συγκεκριμένοι δικαστές της συγκεκριμένης σύνθεσης. Η διαπίστωση είναι καίρια. Αυτό ακριβώς συμβαίνει μέχρι σήμερα.

Παράδειγμα: Το ΕΔΔΑ προσέγγισε διασταλτικά  το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και κατέληξε ότι «κάθε οικονομικό συμφέρον που έχει περιουσιακή αξία οφείλει να θεωρείται ως αγαθό» όπως π.χ. η δουλείες, η πελατεία.

Το ΔΕΕ μολονότι προσεγγίζει εξ’ ίσου διασταλτικά την έννοια της ιδιοκτησίας, αποδεχόμενο την ερμηνεία του ΕΔΔΑ, την μείζονα δηλ. πρόταση, παρά ταύτα έκρινε ότι οι «κοινοτικές ποσοστώσεις παραγωγής» δεν καλύπτονται από την προστασία της ιδιοκτησίας. Στην μείζονα πρόταση μαζί, στην υπαγωγή χώρια…..

Μικρό το κακό θα έλεγε κανείς. Θα συμφωνούσα και εγώ αν όμως δεν άκουγα δυο βολές από το ΔΕΕ που αναδύουν υποψία ανταγωνιστική ως προς το ποιο εκ των δύο δικαστηρίων θα έχει τον τελευταίο λόγο.

Η πρώτη βολή ήχησε αναμφίβολα με την απόφαση του ενωσιακού δικαστηρίου στην υπόθεση Kadi και El Barakaat. Από πολλούς θεωρήθηκε η απάντηση του ΔΕΕ στην απόφαση Bosphorus του ΕΔΔΑ.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, όπως γνωρίζετε, τέθηκε μετ’ επιτάσεως το ζήτημα των σχέσεων του Διεθνούς και του Ενωσιακού Δικαίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπακούοντας σε διαδοχικά Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με τα οποία τα κράτη μέλη εκαλούντο να λάβουν περιοριστικά μέτρα για την πάταξη της διεθνούς τρομοκρατίας, ιδίως με τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων υπόπτων για συνεργασία με την Al Kaida, εξέδωσε αντίστοιχο Κανονισμό, που στο  Παράρτημά του περιείχε κατάλογο υπόπτων, μεταξύ των οποίων ο Kadi ως φυσικό πρόσωπο και η El Barakaat ως νομικό πρόσωπο.
Τα δύο αυτά πρόσωπα παραπονέθηκαν ανάμεσα στα άλλα ότι ο σχετικός κανονισμός παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματά τους όπως το δικαίωμα της ακροάσεως ή το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Το ΔΕΕ, επιληφθέν στα πλαίσια αναιρέσεως, θύμισε καταρχήν ότι η Κοινότητα συνιστά  κοινότητα δικαίου, θύμισε επίσης ότι μια διεθνής συμφωνία δεν μπορεί να θίγει το σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων που καθιερώνουν οι Συνθήκες (η αυτονομία της ενωσιακής τάξης που σας θύμισα στην αρχή) και ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου συνιστά προϋπόθεση της νομιμότητας των ενωσιακών πράξεων.
Με βάση αυτό το σκεπτικό το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών «είναι ιεραρχικώς υπέρτερος των πράξεων του παραγώγου κοινοτικού δικαίου» (σκ. 307), «Εντούτοις η ιεραρχική αυτή υπεροχή στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου δεν ισχύει έναντι του πρωτογενούς δικαίου, ιδίως δε έναντι των γενικών αρχών στις οποίες περιλαμβάνονται τα θεμελιώδη δικαιώματα» (σκ. 308). Στη συνέχεια το ΔΕΕ έκρινε ότι ο συγκεκριμένος Κανονισμός πράγματι παραβίαζε τα συγκεκριμένα θεμελιώδη δικαιώματα και προέβη στην ακύρωσή του.
Το νομολογιακό αυτό συμπέρασμα, ενώ αποτελεί θρίαμβο για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στα πλαίσια της Ένωσης, αφήνει εντούτοις ερωτηματικά ως προς τις σχέσεις των δύο δικαστηρίων και ενδεχομένως υποκρύπτουν έναν υποβόσκοντα ανταγωνισμό ως προς την ιεραρχική πρωτοκαθεδρία μεταξύ τους. Ένας συνάδελφός μου περιπαικτικά μίλησε για «γυριστή» του δικαστή του Λουξεμβούργου στο δικαστή του Στρασβούργου.
Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Υπάρχει μια συνέχεια η οποία μολονότι δεν αναφέρεται ευθέως στο διάλογο μεταξύ των δύο δικαστηρίων, παρά ταύτα προδίδει την αγωνία για την πρωτοκαθεδρία και προφανώς πιστοποιεί την διελκυστίνδα, που ισχυρίστηκα στην αρχή. Με την πρόσφατη γνωμοδότησή του το ΔΕΕ έκρινε ότι η καταρτισθείσα συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΣτΕ για την προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ δεν καλύπτεται πλήρως από το Ενωσιακό Δίκαιο.
Δεν θα αναφερθώ στη συγκεκριμένη προβληματική γιατί όπως σας είπα και στην αρχή αυτό εξαιρέθηκε από την εισήγηση. Ένα σχόλιο όμως θα το κάνω, χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες. Οι όποιες αντιρρήσεις του ΔΕΕ για την καταρτισθείσα συμφωνία επικεντρώνονται σε κάποια επιμέρους σημεία που όσο σημαντικά και αν θεωρηθούν με κατάλληλους χειρισμούς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν. Εύστοχα η Γενική Εισαγγελέας σημείωσε στην θετική της για τη Συμφωνία Γνώμη, ότι η ΕΣΔΑ δεν ιδρύει μια υπερεθνική έννομη τάξη ανάλογη με το δίκαιο της Ένωσης που διεκδικεί υπεροχή και άμεση ισχύ στις έννομες τάξεις των συμβαλλομένων μερών και αφετέρου τα συμβαλλόμενα μέρη στην ΕΣΔΑ, όταν συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, διατηρούν ένα σαφώς μεγαλύτερο περιθώριο εκτιμήσεως σε σύγκριση με αυτό που διαθέτουν τα κράτη μέλη της Ένωσης σε σχέση με τη νομολογία του ΔΕΕ.
Η επιχειρηματολογία είναι πράγματι πειστική. Παρά ταύτα και επιπρόσθετα, παρά τη θετική γνώμη της Επιτροπής, του Συμβουλίου και των κρατών μελών που έλαβαν μέρος κατά τη διαδικασία το Δικαστήριο της Ένωσης, επέμεινε σε μια θεολογική περιχαράκωση και τάχθηκε κατά της συμφωνίας. Τι προδίδει αυτή η σχεδόν εμονική στάση του ΔΕΕ;
Δικό σας το συμπέρασμα και δεν θα επαναλάβω το δικό μου. Εσείς θα κρίνετε αν είναι ορθό ή λανθασμένο.

Μήνυμα ότι κουραστήκατε ή ότι νυστάξατε δεν μου στείλατε. Noblesse oblige : Γι’ αυτό και εγώ πρέπει να σας το ανταποδώσω με ένα από καρδιάς ευχαριστώ γιατί με τόση αντοχή με ανεχθήκατε.».