Ακόμα μια συνεισφορά μου δημοσιευμένη στην εφημερίδα "Διαβούλευση" της μικρής πατρίδας, που έχει νομίζω ένα ευρύτερο ενδιαφέρον.
«Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία»
…. αλλά και η ΕΠΙΣΤΗΜΗ …..
του
Παπαγιάννη Δονάτου
καθηγητή
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν
αποδέχομαι την πρόσκληση του δικηγόρου κ. Άλκη Φάτσιου στους «πνευματικούς ανθρώπους αυτού του τόπου μαζί
με τους τολμητίες Δικαστές και άλλους δημόσιους λειτουργούς» για «αντίσταση στην εξαφάνιση της πατρίδας μας»
ως «πνευματικός άνθρωπος» ή ως «δημόσιος λειτουργός» (μακριά από μένα
τέτοιοι πομπώδεις αυτοχαρακτηρισμοί),
αλλά ως ένας συνάδελφος δικηγόρος που εξεπλάγη από την αδιανόητη
στρέβλωση της ερμηνείας του αρθ. 120 παργ. 4 του Συντάγματός μας.
Εκείνο που με οδηγεί στο σχολιασμό των απόψεων του κ. Φάτσιου δεν είναι οι πολιτικές του απόψεις για την ουσία της ελληνικής κρίσης, για τους τρόπους αντιμετώπισή της, για τη δέουσα αντίδραση του λαού και όλα τα σχετικά. Σέβομαι απολύτως τις συγκεκριμένες πολιτικές αντιλήψεις και εκτιμήσεις του συναδέλφου και ουδόλως με ενδιαφέρουν αυτές καθ’ εαυτές. Δεν μπορώ όμως να μείνω αδιάφορος στο βιασμό της επιστήμης μου, όταν αυτός επιχειρείται δημόσια και από άνθρωπο που τη διακονεί και τη θεραπεύει για μια τουλάχιστον 37ετία, όπως ο ίδιος δηλώνει.
Υποστήριξε ο κ. Φάτσιος ότι καθώς καταλύεται το Σύνταγμα, ενεργοποιείται η παραγ. 4 του αρθ. 120 του Συντάγματος προς αντίσταση, καλούμαστε δε άπαντες και ιδίως οι δικαστές να αντισταθούν στην κατάλυση με την έκδοση αντίστοιχων δικαστικών αποφάσεων. Η βίαιη κατάλυση του Συντάγματος, κατά τον κ. Φάτσιο, τεκμηριώνεται από την βία που ασκείται στον ελληνικό λαό, αφού «βία» κατ’ αυτόν είναι «η καθημερινή αγωνία της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμπατριωτών μας, εάν την επομένη ημέρα θα βρεθεί άνεργος, άστεγος», «τα θλιμμένα πρόσωπα των συμπατριωτών μας», «η ανεύρεση τροφής σε κάδους απορριμμάτων» κ.λπ., κ.λπ.
Θα μπορούσα να δεχτώ τη συγκεκριμένη ανάλυση ως μια έκθεση ιδεών κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου ή ως μια κραυγή ευαισθησίας και αγωνίας για την οδυνηρή και άθλια κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει δυστυχώς εκατομμύρια συνανθρώπων μας. Ως νομική ανάλυση και τεκμηρίωση όμως, ως νομική επιστημονική επιχειρηματολογία τα όσα υποστήριξε ο αγαπητός συνάδελφος είναι επιεικώς ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΑ. Βιάζουν τη νομική λογική.
Καθώς οι χαρακτηρισμοί είναι βαρείς, επιβάλλεται άμεση τεκμηρίωση. Πάμε λοιπόν να δούμε τι ακριβώς ορίζει η περιβόητη παράγραφος 4 του άρθρου 120 του ελληνικού Συντάγματος. Αντιγράφω: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία» (η υπογράμμιση δική μου).
Η μητέρα του νομικού συλλογισμού είναι η γραμματική ερμηνεία. Το γράμμα του νόμου δηλαδή, αποτελεί την αφετηρία κάθε ερμηνευτικής προσπάθειας. Όλες οι άλλες μέθοδοι ερμηνείας (ιστορική, λογική, συστηματική, τελολογική) έπονται. Υπάρχει άνθρωπος που να γνωρίζει ανάγνωση και γραφή και να διαθέτει στοιχειώδη αντιληπτική ικανότητα που να μη κατανοεί την προφανή στόχευση της διάταξης; Η ενεργοποίηση της διάταξης προϋποθέτει κάποιον που με χρήση βίας επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα και τότε το Σύνταγμα υποχρεώνει τον πολίτη σε αντίσταση εναντίον του. Μπορεί - στο θεό που πιστεύετε - να θεωρηθεί ότι η Βουλή των Ελλήνων όταν ψηφίζει νόμο (έστω και αντισυνταγματικό, για την οικονομία της συζήτησης) να θεωρηθεί ότι χρησιμοποιεί παράνομη βία προς κατάλυση του Συντάγματος, όταν το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει συγκεκριμένη θεσμική διαδικασία για τον έλεγχο της συνταγματικότητας; Όταν μάλιστα αυτή η Βουλή εξελέγη πρόσφατα και μάλιστα μετά από δύο διαδοχικές αναμετρήσεις και διαθέτει νωπή τη δημοκρατική νομιμοποίηση; Όταν το Σύνταγμά μας απορρίπτει σαφέστατα την επιτακτική εντολή; Ποιος ορίζει το παράνομο της βίας; Θα τρελαθούμε παντελώς σε τούτον τον τόπο; Ζούμε μήπως τον πλήρη παραλογισμό και ταυτοχρόνως ευελπιστούμε ότι υπάρχει σωτηρία;
Κρισιμότερη όμως είναι η επόμενη σκέψη. Τι το σημαντικό καθιερώνει αλήθεια το Σύνταγμα και επιβάλλει στους πολίτες την υποχρέωση προς υπεράσπισή του; Ένα δημοκρατικό Σύνταγμα όπως είναι το δικό μας, καθιερώνει πρώτα και πάνω απ όλα το δημοκρατικό πολίτευμα δηλ. την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, την κοινοβουλευτική και αντιπροσωπευτική μορφή του πολιτεύματος, τη δικαιοκρατούμενη μορφή του πολιτεύματος (με την κατοχύρωση του κράτους δικαίου και τη διάκριση των λειτουργιών), όπως επίσης (έμμεσα) και την κοινωνική μορφή του πολιτεύματος. Αν κάποιος λοιπόν, πειραθεί να καταλύσει αυτό το πολίτευμα με χρήση βίας, τότε και μόνο τότε νομιμοποιείται αλλά και υποχρεώνεται ο πολίτης προς αντίσταση. Ποιος όμως κατά το Σύνταγμα με βάση τα ανωτέρω θα κρίνει το παράνομο της βίας; Ο Χατζηπετρής;
Η απάντηση είναι αυτονόητη. Η ανεξάρτητη δικαιοσύνη με βάση την πρωταρχία των κανόνων δικαίου (Rule of law, Etat de droit, Rechtsstaat) που το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλλει. Όταν λοιπόν η ανεξάρτητη δικαιοσύνη και μάλιστα το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας (αυτό που αναγνωρίζεται ως το πλέον προοδευτικό και ανοιχτόμυαλο όλων των ελληνικών δικαστηρίων) κρίνει το νόμο (δηλ. το μνημόνιο) ως συνταγματικό, νομιμοποιείται κανείς να μιλήσει για χρήση παράνομης βίας από το δημοκρατικά νομιμοποιημένο νομοθετικό σώμα που να δικαιολογεί προσφυγή στο άρθρο 120 παργ. 4; Αν κάποιος υποστήριζε σοβαρά κάτι τέτοιο η ζούγκλα θα ήταν πραγματικότητα! Η αληθινή κατάλυση του Συντάγματος! Η αρχή του κράτους δικαίου θα πήγαινε περίπατο! Μπορεί να υπερασπίζεται νομικός με 37 χρόνια δικηγορίας μια τέτοια άποψη; Είναι δυνατόν; Πριν την κρίση, δεν υπήρχαν συνάνθρωποί μας που πεινούσαν, που κοιμούνταν κάτω από τις γέφυρες; Νομιμοποιούσε αυτό το πραγματικό γεγονός προσφυγή στο 120 παργ. 4 του Συντάγματος και δεν το ξέραμε; Ποσοτική είναι η διαφοροποίηση; Τώρα δηλ. που οι πεινώντες έγιναν περισσότεροι αλλάζει και η κρίση περί συνταγματικότητας;
Πίσω όμως από αυτές τις σκέψεις του κ. Φάτσιου υφέρπει ακόμα μια αδιανόητη για νομικό τέτοιας εμπειρίας παρανόηση, αν όχι στρέβλωση. Είναι η έννοια και η λειτουργία της κοινωνικής αρχής στο Σύνταγμά μας. Η κοινωνική αρχή, ενόψει της μεγάλης αοριστίας του όρου «κοινωνικό κράτος» και την εξάρτησή της από τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους, έχει προφανώς προγραμματικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό τόσο η θεωρία όσο και πάγια η νομολογία των δικαστηρίων μας εδώ και διεθνώς, δέχονται την κοινωνική αρχή ως κατευθυντήρια αρχή για το νομοθέτη, που δεν γεννά δυστυχώς αγώγιμη αξίωση του πολίτη εναντίον του κράτους. (Η χωρητικότητα τούτης της φιλόξενης στήλης δεν μου επιτρέπει να παραπέμψω τον αναγνώστη στη ντόπια και διεθνή βιβλιογραφία και νομολογία). Θα κατέθετε ποτέ ο κ. Φάτσιος αγωγή άνεργου πελάτη του εναντίον του κράτους για να το υποχρεώσει να του βρει δουλειά; Αν το τολμούσε, δεν θα γίνονταν ο περίγελως της επιστημονικής κοινότητας;
Πρέπει όμως να σχολιαστεί ακόμα μια άκρως επικίνδυνη άποψη που εξέφρασε ο κ. Φάτσιος. Κάλεσε τους δικαστές να αντισταθούν στην κατάλυση του Συντάγματος επικαλούμενος δύο ατυχέστατες δηλώσεις δικαστικών λειτουργών που εξέθεσαν καίρια το κύρος του δικαστή. Βεβαιότατα στο έργο του δικαστή ανάγεται και ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Αυτό το έργο όμως ο δικαστής οφείλει να το επιτελεί με περίσσια φρόνηση, επιδεικνύοντας πάντοτε την αναγκαία αυτοσυγκράτηση και σεβόμενος πάντοτε την πρωταρχία του νομοθέτη στην αντιμετώπιση των κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων. Διαφορετικά ο δικαστής εκτίθεται στον κίνδυνο της νόσφισης εξουσίας.
Αν το κράτος χρειάζεται ή δεν χρειάζεται δανεικά, από ποιον θα τα δανειστεί, με ποιους όρους, πότε, είναι κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα τα οποία βαρύνουν αποκλειστικά την πολιτική και όχι τη δικαστική εξουσία. Έτσι λοιπόν, κρίσιμες πολιτικές επιλογές του νομοθέτη που μπορούν να αποβούν καθοριστικές για την τύχη ενός ολόκληρου λαού και εκφράζονται με αόριστες και γενικές έννοιες όπως το γενικό συμφέρον, το δημόσιο συμφέρον, η δημόσια τάξη, η δημοσιονομική ισορροπία κ.λπ., δεν μπορούν να κρίνονται με δικαστικές αποφάσεις ελαφρά τη καρδία, γιατί απλούστατα ο δικαστής δεν διαθέτει τη δημοκρατική νομιμοποίηση για κάτι τέτοιο και κανένα Σύνταγμα δεν του αναγνωρίζει σχετική εξουσία. Μόνο αν η κρίση μπορεί να υπαχθεί στα αυστηρά κριτήρια του δικανικού συλλογισμού μπορεί να κρίνει ο δικαστής. Αν αυτά τα αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια δεν υπάρχουν και καταλείπονται στον κρίνοντα ευρέα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας η κρίση δεν μπορεί να είναι δικαστική, αλλά κρίση σκοπιμότητας, κρίση πολιτική. Μια τέτοια κρίση δεν νομιμοποιείται να επιχειρήσει ο δικαστής, γιατί αν η επιλογή αποβεί μοιραία, από πού θα ζητηθούν οι ευθύνες; Από το δικαστή; Εκτίθεται αυτός στη βασανιστική διαδικασία της πολιτικής αντιπαράθεσης για την καλύτερη υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος ενώπιον του κυρίαρχου λαού όπως επιβάλλει η πολιτική διαμάχη σε μια δημοκρατικά συντεταγμένη πολιτεία; Επειδή ακριβώς ο δικαστής δεν διαθέτει τη δημοκρατική νομιμοποίηση, θεωρία και νομολογία συνιστούν αποχή από το δικαστικό ακτιβισμό σε τέτοια θέματα, γιατί ένας παρόμοιος ακτιβισμός μπορεί να οδηγήσει στο κράτος των δικαστών και επέκεινα σε μια θεοκρατικού τύπου διακυβέρνηση, μακριά από τη βούληση του κυρίαρχου λαού και την έννοια της δημοκρατίας.
Περίπου αυτονόητα πράγματα για κάθε νοήμονα, που μπορεί να διακρίνει την επιστήμη από την πολιτική πρακτική. Γιατί το χειρότερο όλων είναι να επιστρατεύεις την επιστήμη για την εξυπηρέτηση των πολιτικών σου επιλογών, στις οποίες προσπαθείς να προσδώσεις επιστημονική αληθοφάνεια. Κάτι τέτοιο δεν είναι έγκλημα. Είναι κάτι περισσότερο: είναι λάθος. Ανεπίτρεπτο. Χρειάζεται και η επιστήμη αρετή και τόλμη και κυρίως πειθαρχία στη σκέψη…..
Καθηγητής Δονάτος Παπαγιάννης
ΥΓ. Δεν θα σχολιάσω καθόλου την επιλεκτική παραδειγματολογία του κ. Φάτσιου ως προς τις μορφές της παράνομης βίας, γιατί ο καλός συνάδελφος ξέχασε παντελώς φαινόμενα βίας, όπως τη βία στο πεζοδρόμιο και σε βάρος του αντίθετα σκεπτόμενου, τη βία στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, τη συνδικαλιστική βία, τη βία που οδήγησε στους θανάτους της Marfin, τη βία του ρατσιστή ενάντια στο δυστυχή μετανάστη, τη βία δηλαδή που γενικά δεν είναι νομιμοποιημένη από οποιαδήποτε μεριά και αν προέρχεται και οδηγεί δυστυχώς με μαθηματική ακρίβεια στον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Ό,τι το χειρότερο δηλαδή και αλίμονο τότε στον αδύνατο, αν αυτή η παράνομη βία καταστεί καθολικό φαινόμενο όπως μας προτρέπει ο κ. Φάτσιος....